- προσκολλητός
- προσκολλητόςmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσκολλητός — και προσκολλατός, όν, Α [προσκολλῶ] 1. προσκολλημένος 2. (για μικρό κτήριο) προσαρτημένος στο κύριο οικοδόμημα («τὸ ἐποίκιον τὸ κτιζόμενον προσκολλατόν», πάπ.) … Dictionary of Greek
πρόσκολλος — ον, Α προσκολλητός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + κολλος (< κόλλα), πρβλ. παρά κολλος] … Dictionary of Greek